μισθό

μισθό
και μιστό, το (Μ μισθό και μιστό)
1. μισθός
2. αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη
3. ηθική ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μισθός, με αλλαγή γένους κατά το αντίθετο κρίμα (το) «αδίκημα» (πρβλ. ο χόρτος > το χόρτο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • μισθοφορώ — μισθοφορῶ, έω (Α) [μισθοφόρος] 1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος 2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.) 3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον 4. (το… …   Dictionary of Greek

  • μισθαρνία — η (Α μισθαρνία) [μίσθαρνος] 1. εργασία με μισθό 2. λήψη μισθού, είσπραξη μισθού νεοελλ. σύστημα εργασίας κατά το οποίο ο εργοδότης, στις διαπραγματεύσεις καθορισμού τού μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό μισθό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • άμισθος — η, ο (Α ἄμισθος, ον) 1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή 2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό αρχ. αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθός. ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία μσν. ἀμισθίας] …   Dictionary of Greek

  • αδούλευτος — η, ο (Α ἀδούλευτος, ον) [δουλεύω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κατεργασία ή επεξεργασία ή καλλιέργεια 2. (για συσκευές, μηχανές κ.λπ.) αυτός που ακόμη δεν χρησιμοποιήθηκε, αμεταχείριστος 3. ανεκμετάλλευτος 4. (για τόκο, μισθό κ.λπ.)… …   Dictionary of Greek

  • αναμισθαρνώ — ἀναμισθαρνῶ ( έω) (Α) υπηρετώ εκ νέου με μισθό. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα * + μισθαρνῶ «υπηρετώ με μισθό»] …   Dictionary of Greek

  • απόμισθος — ἀπόμισθος, ον (Α) 1. άμισθος, κακώς μισθοδοτούμενος 2. αυτός που εξαπατήθηκε στον μισθό του, που δεν πληρώθηκε με όσα του έταξαν 3. όποιος απολύθηκε αφού πήρε ολόκληρο τον μισθό του …   Dictionary of Greek

  • καταμήνιος — α, ο (Α καταμήνιος, ον) (ιδίως για μισθό και για την εμμηνορρυσία) αυτός που γίνεται κατά μήνα («καταμήνιος κύκλος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταμήνια τα έμμηνα, ο καταμήνιος κύκλος, η εμμηνορρυσία αρχ. 1. αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”